- αξιομίσητος
- -η, -ο (Α ἀξιομίσητος, -ον)αυτός που αξίζει να τον μισεί κανείς, ο μισητός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀξιομίσητον — ἀξιομί̱σητον , ἀξιομίσητος masc/fem acc sg ἀξιομί̱σητον , ἀξιομίσητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αξιομισής — ἀξιομισής ( οῡς), ές (Α) ο αξιομίσητος* … Dictionary of Greek
ευμίσητος — εὐμίσητος, ον (Α) αυτός που αξίζει να τόν μισεί κάποιος, ο αξιομίσητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μισητός (< μισώ < μίσος)] … Dictionary of Greek
εχθοδοπός — ἐχθοδοπός, όν (Α) 1. εχθρικός, μισητός, αξιομίσητος («πόλεμος ἐχθοδοπός», Αριστοφ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ποιῶν ἔχθραν». [ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιο παράγωγο τού έχθος* με επίθημα δοπός, άγνωστης προελεύσεως. Κατ άλλη άποψη < εχθο δαπός* με… … Dictionary of Greek
ἀξιομισήτους — ἀξιομῑσήτους , ἀξιομίσητος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)